Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κροκοβαφὴς ς

См. также в других словарях:

  • κροκοβαφής — sallow masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκοβαφής — ές (Α κροκοβαφής, ές) κροκόβαπτος* αρχ. κιτρινωπός, ωχρός («ἐπὶ δὲ καρδίαν κροκοβαφὴς δράμε σταγών», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + βαφής < βάπτω (πρβλ. καρνο βαφής, κοκκο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • κροκοβαφῆ — κροκοβαφής sallow neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κροκοβαφής sallow masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κροκοβαφής sallow masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκοβαφές — κροκοβαφής sallow masc/fem voc sg κροκοβαφής sallow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκοβαφία — κροκοβαφία, ἡ (Α) [κροκοβαφής] η βαφή με κρόκο …   Dictionary of Greek

  • κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»